Σύμφωνα
με πληροφορίες της «Α»,
οι ελληνικές τράπεζες
έχουν παρουσιάσει
πρόταση στον SSM, με την
οποία θα αυξήσουν τις
ετήσιες διαγραφές
αναβαλλόμενου φόρου από
τα εποπτικά τους
κεφάλαια, επισπεύδοντας
την τελική ημερομηνία
απόσβεσης του συνολικού
ποσού από το 2041 στο
2034. Η πρόταση των
τραπεζών, με ισχύ από το
ερχόμενο έτος, ζητά από
τον επόπτη το πράσινο
φως για τη διανομή του
50% των κερδών ως
ανταμοιβή στους μετόχους
(με μέρισμα ή και
επαναγορά μετοχών) και
από το υπόλοιπο 50% των
κερδών ποσοστό 29% να
κατευθυνθεί για την
πρόωρη απόσβεση του
αναβαλλόμενου φόρου,
αντί τα εναπομείναντα
κέρδη να μεταφερθούν
αυτούσια στα ίδια
κεφάλαια.
Με τον
τρόπο αυτό, τα 200 εκατ.
ευρώ (χονδρικά) που
καταβάλλει ετησίως η
καθεμία από τις τέσσερις
συστημικές τράπεζες για
την απόσβεση του
αναβαλλόμενου φόρου, θα
αυξηθούν στα 350 – 400
εκατ. ευρώ. Εφόσον ο SSM
εγκρίνει την πρόταση των
τραπεζών (κάτι που δεν
έχει λόγο να μην κάνει),
εκτιμάται ότι θα υπάρξει
νομοθετική ρύθμιση του
ισχύοντος νόμου για τον
αναβαλλόμενο φόρο,
προκειμένου η εποπτική
αλλαγή να αποτυπωθεί και
λογιστικά/φορολογικά. Η
απάντηση του SSM
αναμένεται μέχρι το
τέλος Οκτωβρίου, καθώς
από την 1η έως τις 8
Νοεμβρίου οι τράπεζες
παρουσιάζουν
αποτελέσματα εννεαμήνου
και στο πλαίσιο των
παρουσιάσεων στους
αναλυτές θα τοποθετηθούν
και για τον αναβαλλόμενο
φόρο.
Στο
τέλος του 2023 το ποσό
του αναβαλλόμενου φόρου
για τις τέσσερις
συστημικές τράπεζες
ανερχόταν σε 13 δισ.
ευρώ, εκ των οποίων 3,80
δισ. αναλογούσαν στην
Εθνική Τράπεζα, 3,35
δισ. ευρώ στην Τράπεζα
Πειραιώς, 3,26 δισ. ευρώ
στη Eurobank και 2,62
δισ. ευρώ στην Alpha
Bank.
Η
Τράπεζα της Ελλάδος έχει
ανακινήσει πολλές φορές
το θέμα της ποιότητας
του αναβαλλόμενου φόρου
στα εποπτικά κεφάλαια
των τραπεζών και είναι
εις γνώσιν των
συζητήσεων που έχουν οι
τράπεζες με τον Ευρωπαίο
Επόπτη. Στην Έκθεση
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας που
δημοσιεύτηκε την
εβδομάδα που πέρασε, η
ΤτΕ αναφέρει ότι τον
Ιούνιο του 2024 τα
εποπτικά ίδια κεφάλαια
των ελληνικών τραπεζών
αυξήθηκαν κατά 3,7% και
ανήλθαν σε 30,2 δισ.
ευρώ, καθώς η καταγραφή
κερδών μετά από φόρους
(δηλαδή η εσωτερική
δημιουργία κεφαλαίου)
και διακοπτόμενες
δραστηριότητες, καθώς
και η ενίσχυση των
κεφαλαίων μέσω εκδόσεων
ομολογιών που
προσμετρούνται στα ίδια
κεφάλαια, αντιστάθμισαν
σε μεγάλο βαθμό την
αρνητική επίδραση από τη
σταδιακή απόσβεση των
οριστικών και
εκκαθαρισμένων
αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων
(Deferred Tax Credits –
DTCs). Ωστόσο, η
ποιότητα των εποπτικών
ιδίων κεφαλαίων των
ελληνικών τραπεζών
παραμένει χαμηλή, καθώς
τον Ιούνιο του 2024 οι
οριστικές και
εκκαθαρισμένες
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
ανέρχονταν σε 12,5 δισ.
ευρώ, αντιπροσωπεύοντας
το 41% των συνολικών
εποπτικών ιδίων
κεφαλαίων (από 44% το
Δεκέμβριο του 2023) και
το 50% των συνολικών
κεφαλαίων κοινών μετοχών
της κατηγορίας 1 (CET1
Capital) (από 53% τον
Δεκέμβριο του 2023).